ρεύστης

ρεύστης
και ρεύτης, ο, Ν [ρέω]
η υδρορρόη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ῥευστῆς — ῥευστός in a state of flux fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… …   Dictionary of Greek

  • μπριγιόλ — το είδος ρευστής μπριγιαντίνης από παραφινέλαιο με άρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. brillole (< γαλλ. briller «λάμπω»)] …   Dictionary of Greek

  • πάγρα — η πηχτό ή στερεό επίστρωμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια ρευστής ή μαλακής ουσίας, η τσίπα, το καϊμάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < παγ άρα (< πάγος + κατάλ. άρα) με αποβολή τού α κατά το φωνητικό νόμο τού Kretchmer] …   Dictionary of Greek

  • πλάτυνση — (Αστρον.). Προκειμένου για ένα σώμα που περιστρέφεται, όπως είναι η περίπτωση των ουράνιων σωμάτων, η π. εκφράζει την υφιστάμενη σχέση μεταξύ της πολικής και της ισημερινής ακτίνας και εξαρτάται από τη σχέση μεταξύ της φυγόκεντρης δύναμης και της …   Dictionary of Greek

  • ρεύμα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.), στην πρώην επαρχία Λαρίσης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νέων Καρυών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του νομού Λέσβου.… …   Dictionary of Greek

  • ρεύτης — ο, Ν βλ. ρεύστης …   Dictionary of Greek

  • χαβαϊκός — ή, ό, Ν [Χαβάη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Χαβάη ή προέρχεται από τη Χαβάη 2. φρ. «χαβαϊκός τύπος ηφαιστειακής έκρηξης» γεωλ. μορφή ηφαιστειακής έκρηξης που χαρακτηρίζεται από εκχύσεις ευκίνητης ρευστής βασαλτικής λάβας, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • ηφαιστειακές βόμβες — Μάζες ρευστής λάβας (ελλειψοειδείς, δισκοειδείς ή ακανόνιστα στρογγυλεμένες) που εκσφενδονίστηκαν στον αέρα σε υψηλή θερμοκρασία, στις πιο βίαιες φάσεις έκρηξης κατά τον παροξυσμό των ηφαιστείων. To εξωτερικό τους σχήμα, η κατάσταση του φλοιού… …   Dictionary of Greek

  • Παράσχος — Επώνυμο 2 Ελλήνων ποιητών. 1. Αχιλλεύς. (Ναύπλιο 1838 – Αθήνα 1895). O πατέρας του είχε καταφύγει στο Ναύπλιο εγκαταλείποντας τη Χίο, μετά την καταστροφή του νησιού (1822)· αργότερα εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα. Nέος, ανήκε στη χρυσή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”